ανάγλυφος, -η, -ο — και σπν. ανάγλυπτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που σκαλίστηκε έτσι, ώστε να εξέχει από την επιφάνεια πάνω στην οποία βρίσκεται και με την οποία αποτελεί ενιαίο όλο: Στη μετόπη του ναού υπήρχε ανάγλυφη παράσταση. 2. αυτός που παραστάθηκε ζωηρά: Με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνάγλυφος — wrought in low relief masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάγλυφος — η, ο (Α ἀνάγλυφος, ον), 1. γλυπτή παράσταση που εξέχει από την επιφάνεια επάνω στην οποία είναι σκαλισμένη 2. λέγεται και για γράμματα που προεξέχουν σε ξύλινη, λίθινη ή μεταλλική πλάκα 3. το ουδ. ως ουσ. το ανάγλυφο* νεοελλ. 1. λέγεται επίσης… … Dictionary of Greek
ἀνάγλυφον — ἀνάγλυφος wrought in low relief masc/fem acc sg ἀνάγλυφος wrought in low relief neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγλύφοις — ἀνάγλυφος wrought in low relief masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγλύφους — ἀνάγλυφος wrought in low relief masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγλύφων — ἀνάγλυφος wrought in low relief masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγλύφῳ — ἀνάγλυφος wrought in low relief masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγλυφα — ἀνάγλυφος wrought in low relief neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγλυφοι — ἀνάγλυφος wrought in low relief masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
anaglifo — (Del gr. anaglyphos < ana, en alto + glypho, esculpir.) ► sustantivo masculino ARTE Vaso u otra obra decorada con figuras en relieve. * * * anáglifo (del gr. «anáglyphos», grabado en relieve) 1 m. *Vasija u otra cosa esculpida con relieve… … Enciclopedia Universal