ανάγλυφος

ανάγλυφος
η , ο [ος , ον ]
1) барельефный; 2) рельефный;

ανάγλυφος χάρτης — рельефная карта;

ανάγλυφος γραφή — рельефное письмо (для слепых);

3) перен. рельефный, отчётливый, выразительный;

δίδω ανάγλυφον εικόνα — ярко обрисовать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανάγλυφος" в других словарях:

  • ανάγλυφος, -η, -ο — και σπν. ανάγλυπτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που σκαλίστηκε έτσι, ώστε να εξέχει από την επιφάνεια πάνω στην οποία βρίσκεται και με την οποία αποτελεί ενιαίο όλο: Στη μετόπη του ναού υπήρχε ανάγλυφη παράσταση. 2. αυτός που παραστάθηκε ζωηρά: Με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνάγλυφος — wrought in low relief masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάγλυφος — η, ο (Α ἀνάγλυφος, ον), 1. γλυπτή παράσταση που εξέχει από την επιφάνεια επάνω στην οποία είναι σκαλισμένη 2. λέγεται και για γράμματα που προεξέχουν σε ξύλινη, λίθινη ή μεταλλική πλάκα 3. το ουδ. ως ουσ. το ανάγλυφο* νεοελλ. 1. λέγεται επίσης… …   Dictionary of Greek

  • ἀνάγλυφον — ἀνάγλυφος wrought in low relief masc/fem acc sg ἀνάγλυφος wrought in low relief neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγλύφοις — ἀνάγλυφος wrought in low relief masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγλύφους — ἀνάγλυφος wrought in low relief masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγλύφων — ἀνάγλυφος wrought in low relief masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγλύφῳ — ἀνάγλυφος wrought in low relief masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάγλυφα — ἀνάγλυφος wrought in low relief neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάγλυφοι — ἀνάγλυφος wrought in low relief masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • anaglifo — (Del gr. anaglyphos < ana, en alto + glypho, esculpir.) ► sustantivo masculino ARTE Vaso u otra obra decorada con figuras en relieve. * * * anáglifo (del gr. «anáglyphos», grabado en relieve) 1 m. *Vasija u otra cosa esculpida con relieve… …   Enciclopedia Universal


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»